-
1 βια
эп.-ион. βίη ἥ1) жизненная сила, жизньβίας τινὸς ἀφελεῖσθαι Hom. — убить кого-л.
2) сила, мощь(κάρτος τε β. τε Hom.; ἥ ἐν τοῖς λόγοις β. Arst.)
βίην καὴ χεῖρας ἀμείνων Hom. — превосходящий силой рук;ἰσχὺς ἀμήχανος τῆς βίας Arst. — огромная сила напора;μετὰ βίας πολλῆς Plut. — с огромной силой;3) сила, насилие, принуждениеβίᾳ (βίῃ) и βίηφι Hom., Aesch., ἐκ βίας Soph., ὑπο и διὰ βίας Plat., ἀπὸ βίας Diod. — силой, насильно;
πρὸς βίαν Aesch., Plat.; — по принуждению, поневоле, насильно;αἱ βίᾳ πράξεις Plat. — насильственные действия;βίας γραφή юр. Plut. — жалоба на насилие -
2 βία
η1) сила (физическая); 2) сила, насилие, принуждение;τα ίχνη βίας — следы насилия;
ασκώ ( — или μεταχειρίζομαι) βία — применять силу;
με τη βία — или διά της βίας — силой, насильно, по принуждению;
(μόλις καί) μετά βίας — с (большим) трудом; — насилу (разг);
3). поспешность, торопливость;με πολλή ( — или μεγάλη) βία — а) очень быстро, поспешно, торопливо; — б) наскоро, наспех; — впопыхах;
έχω μεγάλη βία — торопиться, спешить;
δεν είναι (καμμιά) βία — не к спеху, не горит;
γιατί τόση βία; — к чему такая спешка?;
§ εν βία — наспех, второпях, впопыхах;
-
3 βιά
η см. βιασύνη;§ η σκύλα από τη βιά της στραβά κάνει τα παιδιά της — посл, ≈ — поспешишь — людей насмешишь
-
4 βία
ἡ βία 1. сила; 2. насилие (ср. лат. vis) -
5 βία
{сущ., 4}сила, насилие, принуждение, стеснение.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > βία
-
6 βία
{сущ., 4}сила, насилие, принуждение, стеснение.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > βία
-
7 βία
сила, насилие, принуждение, стеснение; LXX: (פֶּרֶךְ), (פּרץ), (פּצר); син. δύναμις, ἐνέργεια, ἐξουσία, ἰσχύς, κράτος.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > βία
-
8 βία
-
9 βία
[виа] ουσ θ насилие, сила торопливость. -
10 Η σκύλα από τη βιά της στραβά κάνει τα παιδιά της
Όποιος βιάζεται, σκοντάφτει– Η βιάση ψήνει το ψωμί μα δεν το καλοψήνει– Η σκύλα από τη βιά της στραβά κάνει τα παιδιά της• Поспешишь – людей насмешишь• От спеху чуть не наделал смехуИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Η σκύλα από τη βιά της στραβά κάνει τα παιδιά της
-
11 Το στανιό και τη βία ο θεός τα 'δωσε
• Бог дал и силу, и насилиеИсточник: Собрание пословиц на greek-language.ru, 2012Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Το στανιό και τη βία ο θεός τα 'δωσε
-
12 βάκχειος
βία, ον см. βακχικός -
13 βιη
-
14 βιηφι
-
15 αντιτάσσω
μετ.1) противопоставлять;αντιτάσσω επιχειρήματα — выдвигать доводы, аргументы;
αντιτάσσω βία στη βία — отвечать силой на силу;
αντιτάσσω ένοπλη αντίσταση — оказывать вооружённое сопротивление;
2) выстраивать в боевой порядок;1) — противодействовать, противиться, сопротивляться;αντιτάσσομαι
2) возражать, протестовать -
16 αλωσιμος
21) могущий быть захваченным, доступный для захвата(πόλις Thuc.; ἀνήρ Xen.; τόπος Plut.)
ἐδόκεε ἁ. εἶναι ἥ Βαβυλών Her. — казалось, что Вавилон можно взять;ναῦς ἁ. διώγμασιν Eur. — корабль, который можно настигнуть и захватить2) легко уловимый, доверчивыйθηρίον ἁλώσιμον εὐεργεσία Xen. — животное, которое легко приручить лаской;
ἁ. ὑπὸ χρημάτων Plut. — которого можно подкупить, подкупный;οὐ βίᾳ, ἀλλὰ πειθοῖ ἁ. Plut. — повинующийся не насилию, а убеждению3) постижимый, понятныйτὸ δ΄ ἁλώσιμον ἀμᾷ φροντίδι Soph. — насколько я понимаю
4) связанный с захватом, относящийся к завоеваниюβάξις ἁ. Aesch. — весть о взятии (Трои);
παιὰν ἁ. Aesch. — пеан в честь взятия города -
17 ανομος
21) беззаконный, противозаконный(μοναρχία Plat.; ἔργον Plut.)
2) нечестивый, преступный(θυσία Aesch.; τράπεζα, sc. τοῦ Ἀστυάγους Her.; βία Eur.; πολῖται Xen.)
3) ( о песне) не настоящийνόμος ἄ. Aesch. — песнь скорби
-
18 αρπαγη
I.дор. ἁρπᾰγά ἥ тж. pl.1) похищение(χρημάτων Isocr.; παίδων Polyb.; γυναικῶν Plut.)
2) грабеж, разбой(ἁ. καὴ βία Xen.; εἰς Xen. и ἐφ΄ ἁρπαγέν τρέπεσθαι Thuc., Plut.)
3) добыча(τοῦ φθάσαντος Aesch.; θηρσίν τινα ἁρπαγέν προθεῖναι Eur.)
4) жадность, алчность Xen.II.ἥ1) грабли Eur.2) крюк Men. -
19 αρπαζω
1) хватать(λᾶαν Hom.; δόρυ Aesch.; μάχαιραν Xen.)
ἁρπάσαι τινὰ μέσον Her. — схватить кого-л. поперек тела;ἁ. τινὰ τένοντος ποδός Eur. — схватить кого-л. за пятку;ἁρπάσασθαί τινα Luc. — обхватить кого-л.;2) похищать(κλέψαι καὴ ἁρπάσαι βίᾳ Soph.; τέν θυγατέρα τινός Her.; κόρην Plut.)
; уносить(πόντονδέ τινα Hom.)
3) захватывать(χώραν Xen.; πλεονεξίαν Plut.)
4) присваивать5) грабить(πόλεις Thuc.; τινά Xen.)
-
20 βασταζω
1) поднимать(λᾶαν ἀμφοτέρῃσι Hom.; φόρμιγγα Pind.; τινὰ πεπτῶτα Soph.; μέσα δοῦρα Theocr.)
2) превозносить, прославлять(τινά и τι Pind.)
3) носить, нести(φόρτον νώτοισι Batr.; τινὰ χεροῖν Soph. и ἐν χεροῖν Eur.)
4) переносить, терпеть(οὐκέτι β. τι Anth.)
5) прикасаться, тж. брать, держать(χερσί Soph.)
χέρα τινὸς βαστάσαι χερί Aesch. — пожать чью-л. руку;pass. — быть усердно читаемым:βαστάζονται οἱ ἀναγνωστικοί Arst. — (поэты), которых читать приятно, не выпускаются из рук6) уносить, похищать(τῇ βίᾳ τι Polyb.)
7) перен. взвешивать, обсуждать, обдумывать
См. также в других словарях:
βία — βίᾱ , βία bodily strength fem nom/voc/acc dual βίᾱ , βία bodily strength fem nom/voc sg (attic doric aeolic) βίᾱ , βιάω constrain pres imperat act 2nd sg βίᾱ , βιάω constrain imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βία — Θεότητα της μυθολογίας που προσωποποιεί τη δύναμη και την επιβολή. Σύμφωνα με τη Θεογονία του Ησίοδου, ήταν κόρη του Τιτάνα Πάλλαντα και της Ωκεανίδας Στύγας. Η B., μαζί με τη μητέρα της και τα αδέλφια της (Κράτος, Ζήλος και Νίκη), βοήθησε τον… … Dictionary of Greek
βίᾳ — βίαι , βία bodily strength fem nom/voc pl βίᾱͅ , βία bodily strength fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βία — η 1. ο βίαιος τρόπος, ο καταναγκασμός: Ο βίαιος τρόπος του τον κάνει αντιπαθητικό. 2. βιασύνη, σπουδή: Δε χρειάζεται να δείξεις βία εφόσον πρόκειται για τόσο σοβαρή απόφαση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βια — η η σπουδή, η βιασύνη: Σε γνωρίζω από την όψη που με βια μετράει τη γη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-βία — (απόδοση στα Ελληνικά του νεολατινικού bia, που προέρχεται από τον ενικό θηλυκού ή τον πληθυντικό ουδετέρου του bius «αυτός που έχει έναν ειδικό (ή εξειδικευμένο τρόπο ζωής») επίθημα που χρησιμοποιείται στην ορολογία διαφόρων επιστημονικών κλάδων … Dictionary of Greek
βιᾷ — βιάω constrain pres subj mp 2nd sg βιάω constrain pres ind mp 2nd sg (epic) βιάω constrain pres subj act 3rd sg βιάω constrain pres ind act 3rd sg (epic) βιάζω constrain fut ind mid 2nd sg (epic) βιάζω constrain fut ind act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βία — Βίας masc voc sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βιάσας — βιά̱σᾱς , βιάω constrain pres part act fem acc pl (doric) βιά̱σᾱς , βιάω constrain pres part act fem gen sg (doric) βιά̱σᾱς , βιάω constrain aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) βιά̱σᾱς , βιάω constrain aor part act masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βιάσῃ — βιά̱σῃ , βιάω constrain aor subj mid 2nd sg (attic) βιά̱σῃ , βιάω constrain aor subj act 3rd sg (attic) βιά̱σῃ , βιάω constrain aor subj mid 2nd sg (doric aeolic) βιά̱σῃ , βιάω constrain aor subj act 3rd sg (doric aeolic) βιά̱σῃ , βιάω constrain… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βίαν — βίᾱν , βία bodily strength fem acc sg (attic doric aeolic) βίᾱν , βιάω constrain imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) βίᾱν , βιάω constrain imperf ind act 1st sg (doric aeolic) βίᾱν , βιάω constrain imperf ind act 3rd pl (attic epic doric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)